- στυτικός
- στῡτικός, ή, όν, ([etym.] στύω)A causing priapism, σ. δυνάμεις aphrodisiacs, Phylarch.35(b)J. (στυπτ- codd.Ath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυτικός — ή, ό / στυτικός, ή, όν, ΝΑ [στύω, στύομαι] αυτός που προκαλεί στύση τού πέους, διεγερτικός τής αφροδίσιας ορμής … Dictionary of Greek
στυτικῇ — στυτικός causing priapism fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυτικάς — στυτικά̱ς , στυτικός causing priapism fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)